ἀλκιμωτάτας

ἀλκιμωτάτας
ἀλκιμωτάτᾱς , ἄλκιμος
stout
fem acc superl pl
ἀλκιμωτάτᾱς , ἄλκιμος
stout
fem gen superl sg (doric aeolic)
ἀλκιμωτάτᾱς , ἄλκιμος
stout
fem acc superl pl
ἀλκιμωτάτᾱς , ἄλκιμος
stout
fem gen superl sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλεονάζω — ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον] 1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω 2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα νεοελλ. υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”